κεντιστός
Смотреть что такое "κεντιστός" в других словарях:
κεντιστός — ή, ό βλ. κεντητός … Dictionary of Greek
κεντητός, -ή, -ό — και κεντιστός, ή, ό στολισμένος με κέντημα: Καθόταν πάνω σ ένα κεντητό μαξιλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)